Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
Στο άρθρο του την περασμένη Κυριακή στην «Καθημερινή», ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης, αφού -με γλαφυρότητα που του επιτρέπει η θέση του- περιγράφει την προσπάθεια είτε μεμονωμένων προσώπων είτε συλλογικών φορέων να αποφύγουν να αντικρίσουν κατάματα την πραγματικότητα της κατάντιας κράτους, οικονομίας και κοινωνίας, καταλήγει ως εξής: «Με τέτοια μυαλά, μια κοινωνία αυτοκτονεί. Αυτά είναι που χρειάζονται επειγόντως αναδιάρθρωση, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους».
Λίγοι, νομίζω, θα διαφωνούσαν με τη διαπίστωση του προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ ότι, κάτω από το πρόβλημα της οικονομίας, κάτω από παγιωμένες στην κοινωνία αντιλήψεις για δικαιώματα και υποχρεώσεις, υπάρχει ένα σοβαρότερο πρόβλημα αξιών και νοοτροπίας: ένα πρόβλημα πολιτισμικό. Επίσης, λίγοι, νομίζω, θα διαφωνούσαν με τη διαπίστωση ότι αυτή η βαθύτερη διάσταση της κρίσης καθιστά την αντιμετώπιση του προβλήματος πολύ δυσκολότερη, καθώς η κάθε προσπάθεια επιβολής μέτρων εξορθολογισμού του κράτους και της οικονομίας πρέπει να υπερπηδήσει αλλεπάλληλα στρώματα αντίστασης στη διοικητική πυραμίδα, αλλά και από πλευράς των οργανωμένων μικροσυμφερόντων, που σχηματίζουν την κατακερματισμένη κοινωνία μας. Συνεπώς, η υπέρβαση της κρίσης στην πράξη είναι πολύ δυσκολότερη υπόθεση από όσο μπορεί να φαίνεται στη θεωρία. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι, μοιραίοι και άβουλοι, πρέπει να αφεθούμε στην πορεία προς το αναπόφευκτο τέλος. Επομένως, πρέπει με κάποιο τρόπο να αναδιαρθρώσουμε επειγόντως τα μυαλά μας. Πώς γίνεται αυτό;
Εχω την εντύπωση ότι, λόγω του κατακερματισμού της κοινωνίας, της αδυναμίας των θεσμών και της διάβρωσης (αν όχι της εξάλειψης...) των ελίτ, ο μόνος δυνατός τρόπος είναι μέσω ενός ισχυρού παραδείγματος, που θα έρχεται κατευθείαν από την κορυφή, από εκείνον που έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι: ενός παραδείγματος που θα μπορούσε να ταρακουνήσει και να αφυπνίσει. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα όφειλε να αυτομαστιγωθεί στην πλατεία Συντάγματος εις ένδειξη ειλικρινούς μετανοίας για το πελατειακό κράτος, που η επαγγελματική τάξη στην οποία ανήκει, ο γεννήτωρ του πρωτίστως, αλλά εν μέρει και ο ίδιος καλλιέργησαν και υπηρέτησαν. Μιλώ για ένα παράδειγμα ευθύνης, που θα το δώσει με τη στάση που θα πάρει απέναντι στην αλήθεια και την πραγματικότητα.
Ηλπιζα, ομολογουμένως, ότι στο υπουργικό συμβούλιο της περασμένης Παρασκευής ο πρωθυπουργός θα εξέπεμπε με την ομιλία του έστω μια ακτίνα πραγματισμού. Οχι επειδή ο άνθρωπος που πήρε τις εκλογές ψευδόμενος («λεφτά υπάρχουν») έχει δώσει ώς τώρα δείγματα αυταπάρνησης και ηρωισμού, αλλά επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και, επιπλέον, επειδή αφότου είχε μιλήσει τελευταία φορά δημοσίως η κατάσταση των πραγμάτων έχει επιδεινωθεί ραγδαία. Η όποια μεταρρυθμιστική πνοή της κυβέρνησης εξαντλήθηκε, η δυναμική της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους είναι πλέον ανεξέλεγκτη, η ηττοπάθεια και η αποκαρδίωση επικρατούν στην κοινωνία. Ηλπιζα, λοιπόν, ότι η στοιχειώδης επίγνωση της κατάστασης θα έκανε τον πρωθυπουργό να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περίστασης.
Αντ’ αυτού, η ομιλία του πρωθυπουργού ήταν ένα αξιοθρήνητο μείγμα των χειρότερων πλευρών του ιδίου, αλλά και του προκατόχου του. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ήταν μια θριαμβική απαρίθμηση των «επιτευγμάτων» της κυβέρνησης από έναν άνθρωπο που θαρρείς ότι όλον αυτό τον καιρό ήταν κλεισμένος σε μια γυάλα, προστατευμένος πλήρως από την έκθεσή του στην πραγματικότητα. Κομπασμοί χωρίς κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα (ενδεικτικά μόνον, η διατύπωση: «το τιτάνιο έργο μας»...) και παράθεση προτάσεων, που όλες ξεκινούσαν με το ρήμα σε ενεστώτα διαρκείας («αλλάζουμε», «στηρίζουμε», «κάνουμε» κ.ο.κ.), ώστε να δίνεται η ψευδαίσθηση μιας πολύπλευρης και εργώδους διαδικασίας για τη μεταρρύθμιση των δομών. Και μόνον κάπου εκεί στο μέσον της σχοινοτενούς ομιλίας μια ελαχίστη δόση της ζοφερής αλήθειας: ότι ακόμη και να μας έσβηναν ολόκληρο το χρέος με μια μονοκονδυλιά, σε λίγα χρόνια θα είχε πάλι δημιουργηθεί.
Να με συγχωρείτε, αλλά έτσι δεν γίνεται τίποτε! Με ψήγματα αλήθειας περιτυλιγμένα σε αλλεπάλληλα στρώματα ευσεβών πόθων δεν υπάρχει περίπτωση να αφυπνιστεί η κοινωνία και να συστρατευθεί στην προσπάθεια για τη σωτηρία της χώρας. Οποιος αγωνίζεται να γίνει αρεστός σε όλους, στο τέλος απογοητεύει τους πάντες. Οσο ο πρωθυπουργός βάζει το συμφέρον του κόμματός του στην ίδια μοίρα με το συμφέρον της χώρας, το μόνο που πετυχαίνει είναι να χάνει σταδιακά και την όποια στήριξή του από την κοινωνία, αλλά και από το κόμμα του. Ηδη φίλοι και αντίπαλοί του μέσα στην κυβέρνηση και το κόμμα (εξαιρουμένων, βεβαίως, των «πριγκίπων»...) προεξοφλούν την αποτυχία του και οι πόλοι του αγώνα για τη διαδοχή του σταδιακά διαμορφώνονται, παρότι ο ίδιος δείχνει να πιστεύει ότι με τις λέξεις και τη μαγική τους δύναμη θα καταφέρει να νικήσει μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με πράξεις. Για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τη μεταφορά που συχνά χρησιμοποιεί ο ίδιος στις ομιλίες του, επί της ουσίας βρισκόμαστε σε περίοδο πολέμου. Και ενώ χρειαζόμαστε έναν Τσώρτσιλ στο τιμόνι της χώρας, δυστυχώς βολευόμαστε όπως όπως με έναν ψοφοδεή Ατλή: «έναν ταπεινόφρονα άνθρωπο, που έχει πολλούς λόγους για να είναι ταπεινός», όπως είχε πει κάποτε για τον διάδοχό του στην πρωθυπουργία το 1945 ο πατέρας της νίκης...